δοχμή — και δόχμη, η (Α) 1. διάστημα που μετριέται με το πλάτος τού χεριού, σπιθαμή, παλάμη 2. αυτό που περιέχεται σε μια παλάμη … Dictionary of Greek
δόχμη — space contained in a hand s breadth fem nom/voc sg (attic epic ionic) δοχμή space contained in a hand s breadth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχμή — space contained in a hand s breadth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόχμαι — δόχμη space contained in a hand s breadth fem nom/voc pl δόχμᾱͅ , δόχμη space contained in a hand s breadth fem dat sg (doric aeolic) δοχμή space contained in a hand s breadth fem nom/voc pl δόχμᾱͅ , δοχμή space contained in a hand s breadth fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόχμην — δόχμη space contained in a hand s breadth fem acc sg (attic epic ionic) δοχμή space contained in a hand s breadth fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόχμης — δόχμη space contained in a hand s breadth fem gen sg (attic epic ionic) δοχμή space contained in a hand s breadth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχμαῖν — δοχμή space contained in a hand s breadth fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχμαί — δοχμή space contained in a hand s breadth fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχμῆς — δοχμή space contained in a hand s breadth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχμῇσι — δοχμή space contained in a hand s breadth fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχμήν — δοχμή space contained in a hand s breadth fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)