δοχμή

δοχμή

δοχμή, ἡ (δέχομαι), ein Längenmaaß, Ar. Equ. 318, so weit man mit ausgespreizter Hand zwischen dem Daumen u. dem kleinen Finger fassen kann, wie Phot. lex. aus Cratin. (wo δόχμη steht) es σπιϑαμή erkl., u. E. M. τὸ δεκτικὸν τῆς χειρός; Schol. Ar. erkl. παλαιστή, u. Poll. 2, 157 τοὺς τέσσαρας δακτύλους συγκλεισϑέντας, also eine Breite von vier Fingern.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δοχμή — και δόχμη, η (Α) 1. διάστημα που μετριέται με το πλάτος τού χεριού, σπιθαμή, παλάμη 2. αυτό που περιέχεται σε μια παλάμη …   Dictionary of Greek

  • δόχμη — space contained in a hand s breadth fem nom/voc sg (attic epic ionic) δοχμή space contained in a hand s breadth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχμή — space contained in a hand s breadth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόχμαι — δόχμη space contained in a hand s breadth fem nom/voc pl δόχμᾱͅ , δόχμη space contained in a hand s breadth fem dat sg (doric aeolic) δοχμή space contained in a hand s breadth fem nom/voc pl δόχμᾱͅ , δοχμή space contained in a hand s breadth fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόχμην — δόχμη space contained in a hand s breadth fem acc sg (attic epic ionic) δοχμή space contained in a hand s breadth fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόχμης — δόχμη space contained in a hand s breadth fem gen sg (attic epic ionic) δοχμή space contained in a hand s breadth fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχμαῖν — δοχμή space contained in a hand s breadth fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχμαί — δοχμή space contained in a hand s breadth fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχμῆς — δοχμή space contained in a hand s breadth fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχμῇσι — δοχμή space contained in a hand s breadth fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχμήν — δοχμή space contained in a hand s breadth fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”