- δοχεύς
δοχεύς, ὁ, der Aufnehmende, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοχεύς, ὁ, der Aufnehmende, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοχεύς — δοχεύς, ο (Α) αυτός που δέχεται κάτι, δέκτης (ειδ. για χρησμό ή έμπνευση) … Dictionary of Greek
δοχεύς — recipient masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχεῖς — δοχεύς recipient masc acc pl δοχεύς recipient masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχῆς — δοχεύς recipient masc nom pl δοχεύς recipient masc nom/voc pl δοχή receptacle fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχῆα — δοχεύς recipient masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχῆος — δοχεύς recipient masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικοδοχεύς — οἰκοδοχεύς, έως, ὁ (Α) οικοδέκτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δοχεύς (< δέχομαι), πρβλ. ανα δοχεύς, παν δοχεύς] … Dictionary of Greek
πανδοχέας — πανδοχεύς και πανδοκεύς, ό, ΝΑ ιδιοκτήτης πανδοχείου, ξενοδόχος αρχ. (στους Πυθαγορείους) ονομασία τής μονάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δοχευς / δοκεύς (< δέχομαι), πρβλ. ανα δοχεύς, οικο δοχεύς] … Dictionary of Greek
ψυχοδοχεύς — έως, ὁ, ΜΑ αυτός που δέχεται τις ψυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + δοχεύς (< δέχομαι), πρβλ. οἰκο δοχεύς] … Dictionary of Greek
δοχέως — δοχέω̆ς , δοχεύς recipient masc gen sg δοχεύς recipient masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ACCEPTORIA Ars — ab Acceptor, i. e. Accipiter, Glossae veteres Lat. Graec. Acceptor εἵραξ, Δοχἐυς: Vox frequens in antiquis Legibus, nec Lucilio neglecta, qui dixit: Exta acceptoris et unguis. Ars est accipitraria, quam non fuisse ante Frider. Barbarosiam iam.… … Hofmann J. Lexicon universale