δοχεῖον

δοχεῖον

δοχεῖον, τό, Gefäß zum Aufnehmen, Behälter, Sp.; γραφικοῖο ῥέεϑρον, Tintenfaß, Damochar. 2 (VI, 63).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δοχεῖον — holder neut nom/voc/acc sg δοχήιον holder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχεῖα — δοχεῖον holder neut nom/voc/acc pl δοχήιον holder neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχείοις — δοχεῖον holder neut dat pl δοχήιον holder neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχείου — δοχεῖον holder neut gen sg δοχήιον holder neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχείων — δοχεῖον holder neut gen pl δοχήιον holder neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχείῳ — δοχεῖον holder neut dat sg δοχήιον holder neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεκροδοχείον — νεκροδοχεῑον, τὸ (Α) τόπος όπου θέτουν τους νεκρούς, τάφος, μνημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δοχεῖον (πρβλ. μελανο δοχείον)] …   Dictionary of Greek

  • πτωχοδοχείον — τὸ, Μ πτωχοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + δοχεῖον (< δόχος < δέχομαι), πρβλ. ξενο δοχείον] …   Dictionary of Greek

  • Docke (2), die — 2. Die Docke, plur. die n, in den Seestädten, ein besonderer Ort in den Häfen oder an dem Ufer des Meeres, wo neue Schiffe gebauet und alte ausgebessert werden. Er hat einen mit Schleusen versehenen Canal, darein das Schiff mit der Fluth gebracht …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • CANICLEUM — arx Constantinopol. seu Palatium Imperiale, cui, qui praeerat, Canicleus seu Caniclinus, vocabatur, Macer in Hierolex. Melius Κανικλεῖον vas erat, in quo asservabatur sacrum encaustum, quô Imperatores diplomata vel Epistolas subsctibebant; unde… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δοχείο — το (AM δοχεῑον Α και δοχήιον) [δέχομαι] σκεύος όπου τοποθετούνται ρευστές κυρίως ουσίες, αγγείο μσν. νεοελλ. αποθήκη τροφίμων σε μοναστήρι νεοελλ. 1. ουροδοχείο, αγγείο 2. «δοχείο πάσης ρυπαρότητος» κακοηθέστατος, λέρα, καθίκι μσν. 1. χτιστός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”