δοχός

δοχός

δοχός, aufnehmend, fassend, τινός, Theophr. Bei Hesych. subst., = δοχεῖον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δοχός — δοχός, όν (Α) δεκτικός, χωρητικός …   Dictionary of Greek

  • δοχός — containing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχούς — δοχός containing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχῶ — δοχός containing masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοδόχος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 387 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται ΒΔ και κοντά στα Ιωάννινα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πασαρώνος. * * * ο (AM ζωοδόχος, ον) 1. (κυρίως για τον τάφο τού Ιησού ή για τον ουρανό)… …   Dictionary of Greek

  • θεηδόχος — θεηδόχος, ον (Α) (ποιητ. τ. αντί θεοδόχος*) 1. (για τη Θεοτόκο) αυτή που δέχθηκε στους κόλπους της τον θεό 2. αυτός που δέχεται ή στον οποίο παρουσιάζεται ο θεός [α. (για την αγία τράπεζα) «δώρων δοχεῖον ἁγνόν ἡ θεηδόχος τράπεζα» β. (για την… …   Dictionary of Greek

  • θεοδόχος — και θειοδόχος, ον (AM) αυτός που δέχεται ή δέχθηκε τον θεό («ἔχουσα ή Παρθένος θεοδόχον τήν μήτραν», Ακ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δοχος (< δέχομαι), πρβλ. ζωο δόχος, ξενο δόχος] …   Dictionary of Greek

  • θυηδόχος — θυηδόχος, ον (Α) (για πράγματα) αυτός που δέχεται θυμίαμα («θυηδόχος τράπεζα», ΑΠ). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α συνθετικό (πρβλ. θυη πόλος, θυη φάγος) + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόχος, παραγγελιο δόχος] …   Dictionary of Greek

  • ικετοδόχος — ον (Μ) ο ικεταδόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόχος, οινο δόχος] …   Dictionary of Greek

  • καπνοδόχος — ο (Α καπνοδόχος, ον) αυτός που δέχεται καπνό νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η καπνοδόχος κτιστός ή μετάλλινος σωλήνας, συνήθως κατακόρυφος, που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση τών αερίων από τις καύσεις στις εστίες και στους λέβητες,… …   Dictionary of Greek

  • καταπιστευματοδόχος — ο (νομ.) το άτομο στο οποίο μεταβιβάζεται από τον κληρονόμο ένα περιουσιακό στοιχείο, μετά από δήλωση σχετικής βουλήσεως που περιέχεται στη διαθήκη τού διαθέτη, με σκοπό να διασφαλιστεί μια απαίτησή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπίστευμα( τος) + δόχος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”