δοχμός

δοχμός

δοχμός, = δόχμιος; Homer einmal, Iliad. 12, 148 δοχμὼ ἀίσσοντε, von der Seite her anstürmend, s. über den Accent Scholl. Herodian. u. vgl. δόχμιος u. ἀποδοχμόω; – Hippocr. u. Sp., wie Opp. H. 2, 353; Nic. Th. 478; δοχμά, adv., 294.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δοχμός — δοχμός, όν και ός, ή, όν (Α) ο δόχμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος επικός ιωνικός τύπος που αντιστοιχεί προς τον αρχ. ινδ. jihma «επικλινής, λοξός», παρ όλο που υπάρχουν φωνολογικές δυσκολίες για τις οποίες έχουν διατυπωθεί δύο υποθέσεις. Σύμφωνα με την… …   Dictionary of Greek

  • δοχμός — slantwise masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχμόν — δοχμός slantwise masc/fem acc sg δοχμός slantwise neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχμούς — δοχμός slantwise masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχμώ — δοχμός slantwise masc/fem/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοίνιος — ία, ον, θηλ. και ος, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει το βαθυκόκκινο χρώμα τού αίματος, αιματόχρωμος 2. αυτός που επιφέρει θάνατο, θανατηφόρος («χεῑρα φοινίαν», Σοφ.) 3. αιμοχαρής («φοινίαν Σκύλλαν», Αισχύλ.) 4. φρ. «φοίνιος σάλος» μτφ. λοιμός… …   Dictionary of Greek

  • δοχμοί — δοχμόομαι turn sideways pres subj mp 2nd sg δοχμόομαι turn sideways pres ind mp 2nd sg δοχμόομαι turn sideways pres subj act 3rd sg δοχμός slantwise masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχμοῦ — δοχμόομαι turn sideways pres imperat mp 2nd sg δοχμόομαι turn sideways imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) δοχμός slantwise masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχμά — δοχμά̱ , δοχμή space contained in a hand s breadth fem nom/voc/acc dual δοχμά̱ , δοχμή space contained in a hand s breadth fem nom/voc sg (doric aeolic) δοχμός slantwise neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • dǝĝ h-mo-s —     dǝĝ h mo s     English meaning: slant     Deutsche Übersetzung: ‘schief”?     Material: O.Ind. jihmá ḥ “ slantwise, slant, skew” (Urar. *zizhmá assimil. from *dizhmá ), Gk. δόχμιος, δοχμός ‘slant, skew” (assimil. from *δαχμός).… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • dǝĝ h-mo- —     dǝĝ h mo     English meaning: slant     Deutsche Übersetzung: ‘schief”     Material: O.Ind. jihmá “ slantwise, slant, skew (Urar. *žižhma assim. from *dižhma ), Gk. δοχμός, δόχμιος ‘slant, skew (assim. from *δαχμός?).     References: WP. I… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”