δοχμός — δοχμός, όν και ός, ή, όν (Α) ο δόχμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος επικός ιωνικός τύπος που αντιστοιχεί προς τον αρχ. ινδ. jihma «επικλινής, λοξός», παρ όλο που υπάρχουν φωνολογικές δυσκολίες για τις οποίες έχουν διατυπωθεί δύο υποθέσεις. Σύμφωνα με την… … Dictionary of Greek
δοχμός — slantwise masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχμόν — δοχμός slantwise masc/fem acc sg δοχμός slantwise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχμούς — δοχμός slantwise masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχμώ — δοχμός slantwise masc/fem/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοίνιος — ία, ον, θηλ. και ος, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει το βαθυκόκκινο χρώμα τού αίματος, αιματόχρωμος 2. αυτός που επιφέρει θάνατο, θανατηφόρος («χεῑρα φοινίαν», Σοφ.) 3. αιμοχαρής («φοινίαν Σκύλλαν», Αισχύλ.) 4. φρ. «φοίνιος σάλος» μτφ. λοιμός… … Dictionary of Greek
δοχμοί — δοχμόομαι turn sideways pres subj mp 2nd sg δοχμόομαι turn sideways pres ind mp 2nd sg δοχμόομαι turn sideways pres subj act 3rd sg δοχμός slantwise masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχμοῦ — δοχμόομαι turn sideways pres imperat mp 2nd sg δοχμόομαι turn sideways imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) δοχμός slantwise masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχμά — δοχμά̱ , δοχμή space contained in a hand s breadth fem nom/voc/acc dual δοχμά̱ , δοχμή space contained in a hand s breadth fem nom/voc sg (doric aeolic) δοχμός slantwise neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
dǝĝ h-mo-s — dǝĝ h mo s English meaning: slant Deutsche Übersetzung: ‘schief”? Material: O.Ind. jihmá ḥ “ slantwise, slant, skew” (Urar. *zizhmá assimil. from *dizhmá ), Gk. δόχμιος, δοχμός ‘slant, skew” (assimil. from *δαχμός).… … Proto-Indo-European etymological dictionary
dǝĝ h-mo- — dǝĝ h mo English meaning: slant Deutsche Übersetzung: ‘schief” Material: O.Ind. jihmá “ slantwise, slant, skew (Urar. *žižhma assim. from *dižhma ), Gk. δοχμός, δόχμιος ‘slant, skew (assim. from *δαχμός?). References: WP. I… … Proto-Indo-European etymological dictionary