δουλικός — slave masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλικός — (I) ή, ό (AM δουλικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δούλο ή στη δουλεία 2. αυτός που γίνεται από δούλους («δουλικός πόλεμος») 3. αυτός που ταιριάζει σε δούλο, ευτελής, ταπεινός («δουλική συμπεριφορά») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
δουλικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ταιριάζει σε δούλο, δουλοπρεπής: Έχει δουλική συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δουλικά — δουλικός slave neut nom/voc/acc pl δουλικά̱ , δουλικός slave fem nom/voc/acc dual δουλικά̱ , δουλικός slave fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλικώτερον — δουλικός slave adverbial comp δουλικός slave masc acc comp sg δουλικός slave neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλικῶν — δουλικός slave fem gen pl δουλικός slave masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλικόν — δουλικός slave masc acc sg δουλικός slave neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλικώτατον — δουλικός slave masc acc superl sg δουλικός slave neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλικαῖς — δουλικός slave fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλικαί — δουλικός slave fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλικοῖς — δουλικός slave masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)