δουλεύω — to be a slave pres subj act 1st sg δουλεύω to be a slave pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλεύω — δουλεύω, δούλεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δουλεύω — (AM δουλεύω) [δούλος] 1. είμαι δούλος, υπηρέτης 2. είμαι υπόδουλος, υποταγμένος 3. εργάζομαι σωματικά ή πνευματικά για να κερδίσω τα αναγκαία για τη ζωή 4. προσφέρω υπηρεσία, υπηρετώ («την πατρίδα σου να δουλέψης», Ψυχάρης) μσν. νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
δουλεύω — δούλεψα, δουλεύτηκα, δουλεμένος 1. εργάζομαι: Δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο. 2. λειτουργώ: Το ψυγείο δε δουλεύει. 3. προσφέρω τις υπηρεσίες μου: Στην Κατοχή δούλευε για τους Γερμανούς. 4. κατεργάζομαι, επεξεργάζομαι κάτι: Δουλεύει το μάρμαρο και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεροδουλεύω — δουλεύω ως ημερομίσθιος εργάτης, δουλεύω με μεροκάματο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρα + δουλεύω] … Dictionary of Greek
δουλεύετε — δουλεύω to be a slave pres imperat act 2nd pl δουλεύω to be a slave pres ind act 2nd pl δουλεύω to be a slave imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλεύσουσι — δουλεύω to be a slave aor subj act 3rd pl (epic) δουλεύω to be a slave fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δουλεύω to be a slave fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλεύσουσιν — δουλεύω to be a slave aor subj act 3rd pl (epic) δουλεύω to be a slave fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δουλεύω to be a slave fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλεύσω — δουλεύω to be a slave aor subj act 1st sg δουλεύω to be a slave fut ind act 1st sg δουλεύω to be a slave aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλεύῃ — δουλεύω to be a slave pres subj mp 2nd sg δουλεύω to be a slave pres ind mp 2nd sg δουλεύω to be a slave pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδουλευκότα — δουλεύω to be a slave perf part act neut nom/voc/acc pl δουλεύω to be a slave perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)