δουλεύτρια

δουλεύτρια

δουλεύτρια, , fem. zum vorigen, Schol. bei Bast ad Greg. Cor. 260.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δουλεύτριαι — δουλεύτρια female attendant fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλευτής — ο (θηλ. δουλεύτρια και δουλεύτρα, η) (AM δουλευτής, Μ θηλ. δουλεύτρια, η) υπηρέτης, δούλος μσν. νεοελλ. 1. εργάτης που ζει από την αμοιβή τής εργασίας του 2. εργατικός, φιλόπονος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”