δουλεία — δουλείᾱ , δούλειος slavish fem nom/voc/acc dual δουλείᾱ , δούλειος slavish fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δουλείᾱ , δουλεία slavery fem nom/voc/acc dual δουλείᾱ , δουλεία slavery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείᾳ — δουλείᾱͅ , δούλειος slavish fem dat sg (attic doric aeolic) δουλείᾱͅ , δουλεία slavery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek
δουλειά — η 1. εργασία: Δεν ήρθα να σε δω γιατί είχα δουλειά. 2. επάγγελμα: Βρήκε δουλειά σε τράπεζα. 3. ζημιά, μπελάς: Η ασυνέπειά σου μας άνοιξε δουλειές. 4. φρ., «δουλειές του ποδαριού», προχειροδουλειές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δουλεία — η η κατάσταση του δούλου, η σκλαβιά, η υποτέλεια: Παλιότερα οι νέγροι στην Αμερική ζούσαν κάτω από το ζυγό της δουλείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δούλεια — δούλειος slavish neut nom/voc/acc pl δούλειος slavish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείας — δουλείᾱς , δούλειος slavish fem acc pl δουλείᾱς , δούλειος slavish fem gen sg (attic doric aeolic) δουλείᾱς , δουλεία slavery fem acc pl δουλείᾱς , δουλεία slavery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείαι — δουλείᾱͅ , δούλειος slavish fem dat sg (attic doric aeolic) δουλείᾱͅ , δουλεία slavery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείαν — δουλείᾱν , δούλειος slavish fem acc sg (attic doric aeolic) δουλείᾱν , δουλεία slavery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλειῶν — δουλεία slavery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλεῖαι — δουλεία slavery fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)