- βαθυ-δῑνής
βαθυ-δῑνής, ές, dasselbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαθυ-δῑνής, ές, dasselbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρυοδίνης — εὐρυοδίνης, ὁ (Α) (για ποταμό) αυτός που σχηματίζει πλατιές δίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + δινης (< δίνη), πρβλ. βαθυ δίνης, καλλι δίνης. Το ο συνδετικό φωνήεν, αναλογικά προς άλλα σύνθετα τού ευρυ με β συνθετικό που άρχιζε από ο ] … Dictionary of Greek
μελανδίνης — μελανδίνης, ὁ (Α) (για ποταμό) αυτός που σχηματίζει μαύρες, σκοτεινές δίνες («μελανδίνην ἀνὰ Γάγγην», Διον. Περ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + δίνη (πρβλ. βαθυ δίνης)] … Dictionary of Greek