- δουρι-άλωτος
δουρι-άλωτος, = δοριάλωτος, Soph. Ai. 210, des Metrums wegen von Brunck geändert.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δουρι-άλωτος, = δοριάλωτος, Soph. Ai. 210, des Metrums wegen von Brunck geändert.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek