- δουρι-αλής
δουρι-αλής, ές, = αἰχμάλωτος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δουρι-αλής, ές, = αἰχμάλωτος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεαλής — νεαλής, ές (Α) 1. αυτός που έχει συλληφθεί πρόσφατα 2. (για πρόσ. και ζώα) αυτός που έχει νεανική δύναμη, ακμαίος, σφριγηλός 3. αυτός που είναι νεαρός στην ηλικία 4. αυτός που είναι άπειρος σε κάτι, αρχάριος 5. (για ψάρια) νωπός, φρέσκος 6. αυτός … Dictionary of Greek