- δοτίς
δοτίς, ίδος, ἡ, = δότειρα, Arcad. p. 35, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοτίς, ίδος, ἡ, = δότειρα, Arcad. p. 35, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σοφοδότις — ότιδος, ἡ, Α αυτή που δίνει σοφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + δότις, θηλ. τού δότης (< δίδωμι), πρβλ. φωτο δότις] … Dictionary of Greek