- δοτήρ
δοτήρ, ῆρος, ὁ, der Geber; Homer einmal, Iliad. 19, 44 ταμίαι, σίτοιο δοτῆρες, Austheiler, Spender; vgl. δωτήρ und δώτωρ; – πυρὸς βροτοῖς δοτήρ Aesch. Prom. 515; Dion. Hal. 7, 79; Xen. Cyr. 8, 1, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοτήρ, ῆρος, ὁ, der Geber; Homer einmal, Iliad. 19, 44 ταμίαι, σίτοιο δοτῆρες, Austheiler, Spender; vgl. δωτήρ und δώτωρ; – πυρὸς βροτοῖς δοτήρ Aesch. Prom. 515; Dion. Hal. 7, 79; Xen. Cyr. 8, 1, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοτήρ — και δωτήρ, ο (θηλ. δότειρα, η) (AM) ο χορηγός, αυτός που παρέχει κάτι («ὁ δοτὴρ τῆς ζωῆς», «δοτὴρ τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός ο θεός) αρχ. α) «ταμίαι... σίτοιο δοτῆρες» οικονόμοι που μοίραζαν ψωμί β) «ὀιστοὶ θανάτοιο δοτῆρες» βέλη που έφερναν… … Dictionary of Greek
δοτήρ — giver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτῆρ' — δοτῆρα , δοτήρ giver masc acc sg δοτῆρι , δοτήρ giver masc dat sg δοτῆρε , δοτήρ giver masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτῆρα — δοτήρ giver masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτῆρας — δοτήρ giver masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτῆρες — δοτήρ giver masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτῆρι — δοτήρ giver masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτῆρος — δοτήρ giver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτῆρσι — δοτήρ giver masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτῆρσιν — δοτήρ giver masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνοδοτήρ — ξυνοδοτήρ, ῆρος, ὁ (Α) (επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που μοιράζει από κοινού σε όλους με αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός «κοινός» + δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. ζωο δοτήρ, πλουτο δοτήρ] … Dictionary of Greek