- δοτικός
δοτικός, zum Geben geneigt, gern gebend; Arist. Eth. 4, 3. – Bei den Gramm. ἡ δοτική, sc. πτῶσις, der Dativ. – Adv., = im Dativ, Gramm.; – δοτικῶς ἔχειν, Erkl. von δωσείω, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοτικός, zum Geben geneigt, gern gebend; Arist. Eth. 4, 3. – Bei den Gramm. ἡ δοτική, sc. πτῶσις, der Dativ. – Adv., = im Dativ, Gramm.; – δοτικῶς ἔχειν, Erkl. von δωσείω, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοτικός — inclined to give masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτικός — ή, όν βλ. δοτική … Dictionary of Greek
δοτικῶν — δοτικός inclined to give fem gen pl δοτικός inclined to give masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτικόν — δοτικός inclined to give masc acc sg δοτικός inclined to give neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτικαῖς — δοτικός inclined to give fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτικαί — δοτικός inclined to give fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτικοί — δοτικός inclined to give masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτικῆς — δοτικός inclined to give fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτικῇ — δοτικός inclined to give fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτική — δοτικός inclined to give fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτικήν — δοτικός inclined to give fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)