- μνησί-θεος
μνησί-θεος, Gottes eingedenk, s. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνησί-θεος, Gottes eingedenk, s. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισόθεος — μισόθεος, ον (ΑΜ) αυτός που μισεί τους θεούς, ασεβής, ανευλαβής («μισάνθρωπον μὲν εἶναί σε... μισόθεον δὲ μηδαμῶς», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + Θεός (πρβλ. μνησί θεος)] … Dictionary of Greek
μνησίθεος — I (4ος αι. π.Χ.). Γιατρός που έζησε στην Αθήνα. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ανατομική. Προσπάθησε επίσης, με τη συστηματική κατάταξη των νόσων, να διαμορφώσει δικό του νοσολογικό σύστημα. Έγραψε τα έργα: Περί εδεστών, όπου εξετάζει τα τρόφιμα από … Dictionary of Greek