- δορυ-ξόος
δορυ-ξόος, zsgzgn δορυξοῠς, speerglättend; ὁ, der Lanzenschäfter; Plut. Pelop. 12; Poll. 7, 156.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δορυ-ξόος, zsgzgn δορυξοῠς, speerglättend; ὁ, der Lanzenschäfter; Plut. Pelop. 12; Poll. 7, 156.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξοός — ξοός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ξυσμός, ὁλκός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ξο τού ξέω*. Η λ. εμφανίζεται συχνά και σε σύνθετα με προθέσεις (πρβλ. ἀμφί ξοος, ἀντί ξοος), επιρρήματα (πρβλ. εὔ ξοος) και, κυρίως, ουσιαστικά (οπότε το β συνθετικό … Dictionary of Greek
λαοξόος — και λαξόος και λααξός και λαξός, ὁ (Α) λιθοξόος, γλύπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος», γεν. λᾶος + ξόος (< ξέω), πρβλ. δορυ ξόος, λιθο ξόος. Ο τ. λαξόος < *λααξόος με συναίρεση. Ο τ. λααξός < λᾶας + ξόος με συναίρεση τών δύο ο και ο τ.… … Dictionary of Greek
λααξός — λααξός, ὁ (Α) λαοξόος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱας + ξός (< ξόος < ξέω), πρβλ. δορυ ξός, λινο ξός] … Dictionary of Greek