δορυξός

δορυξός

δορυξός, , dasselbe; Ar. Pax 459. 541; voc. δορυξέ 1260.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δορυξός — δορυξόος spear polishing masc nom sg δορυξός spear polishing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυξόος — και δορυξοῡς και δορυξός, ο (Α) κατασκευαστής δοράτων …   Dictionary of Greek

  • δορυξοῦ — δορυξόος spear polishing masc/fem/neut gen sg δορυξόος spear polishing masc gen sg δορυξός spear polishing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυξέ — δορυξόος spear polishing masc voc sg δορυξός spear polishing masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυξόν — δορυξόος spear polishing masc acc sg δορυξός spear polishing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”