δορυ-βόλος

δορυ-βόλος

δορυ-βόλος, den Speer werfend, Ios.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξυστοβόλος — ξυστοβόλος, ον (Α) (για τον Διόνυσο) αυτός που εξακοντίζει δόρυ («ξυστοβόλος Βάκχος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστόν «δόρυ» + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • κοπροβόλος — κοπροβόλος, ον (Α) κατάλληλος για μετακίνηση ή για διασκόρπιση κόπρου («πτύον κοπροβόλον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δικτυ βόλος, δορυ βόλος] …   Dictionary of Greek

  • πρόβολος — ον, Α βλ. πρόβολος. ο, ΝΑ, και πρόβολος, ον, Α νεοελλ. 1. ναυτ. πλάγιος ιστός που προεξέχει από την πλώρη ιστιοφόρου πλοίου, κν. μπομπρέσο 2. τεχνολ. α) (στη γεφυροποιία) η προεξοχή που κατασκευάζεται κυρίως στα υποβρύχια τμήματα τών μεσοβάθρων… …   Dictionary of Greek

  • κοντοβολώ — κοντοβολῶ, έω (Α) πλήττω με το κοντάρι, με το δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + βολῶ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνο βολώ, λιθο βολώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”