- δαίδαλος
δαίδαλος, ον, = δαιδάλεος, μάχαιρα Pind. N. 4, 59; πέπλος Aesch. Eum. 605; bunt, Opp. C. 3, 347. S. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαίδαλος, ον, = δαιδάλεος, μάχαιρα Pind. N. 4, 59; πέπλος Aesch. Eum. 605; bunt, Opp. C. 3, 347. S. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Δαίδαλος — cunningly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίδαλος — cunningly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… … Dictionary of Greek
Δαιδάλω — Δαίδαλος cunningly masc nom/voc/acc dual Δαίδαλος cunningly masc gen sg (doric aeolic) Δαίδαλος cunningly neut nom/voc/acc dual Δαίδαλος cunningly neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαιδάλοις — Δαίδαλος cunningly masc dat pl Δαίδαλος cunningly neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαιδάλου — Δαίδαλος cunningly masc gen sg Δαίδαλος cunningly neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδάλω — δαίδαλος cunningly masc/fem/neut nom/voc/acc dual δαίδαλος cunningly masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) δαιδάλλω work cunningly pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δαιδάλλω work cunningly aor subj act 1st sg δαιδά̱λω , δαιδάλλω work cunningly … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαιδάλων — Δαίδαλος cunningly masc gen pl Δαίδαλος cunningly neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαιδάλῳ — Δαίδαλος cunningly masc dat sg Δαίδαλος cunningly neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαίδαλον — Δαίδαλος cunningly masc acc sg Δαίδαλος cunningly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίδαλον — δαίδαλος cunningly masc/fem acc sg δαίδαλος cunningly neut nom/voc/acc sg δαίδᾱλον , δαιδάλλω work cunningly aor imperat act 2nd sg (doric) δαιδάλλω work cunningly aor ind act 3rd pl (homeric ionic) δαιδάλλω work cunningly aor ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)