- δαίδαλμα
δαίδαλμα, τό, Kunstwerk, Theocr. 1, 32; Luc. Amor. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαίδαλμα, τό, Kunstwerk, Theocr. 1, 32; Luc. Amor. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαίδαλμα — δαίδαλμα, το (AM) [δαιδάλλω] έργο τέχνης, περίτεχνο έργο … Dictionary of Greek
δαίδαλμα — work of art neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδαλμάτων — δαίδαλμα work of art neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδάλμασιν — δαίδαλμα work of art neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδάλματα — δαίδαλμα work of art neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδάλματι — δαίδαλμα work of art neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδάλματ' — δαιδάλματα , δαίδαλμα work of art neut nom/voc/acc pl δαιδάλματι , δαίδαλμα work of art neut dat sg δαιδάλματε , δαίδαλμα work of art neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδαλούργημα — δαιδαλούργημα, το (Α) το δαίδαλμα … Dictionary of Greek