βαβίζω

βαβίζω

βαβίζω u. βαβύζω, Sp. für βαΰζω, Zenodot. hinter Ammon.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βαβίζω — βαβίζω, βάβισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαβίζω — (Μ βαβύζω) γαβγίζω νεοελλ. 1. βρίζω, κατηγορώ 2. μουρμουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ηχομιμητική λ. βαβ*, που μιμείται το γάβγισμα του σκύλου] …   Dictionary of Greek

  • βαβίζω — ισα, γαβγίζω: Μη βαβίζεις σαν σκυλί που το δέρνουν! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαβίζει — βαβίζω pres ind mp 2nd sg βαβίζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάβισμα — το [βαβίζω] το γάβγισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”