δαίδαλον

δαίδαλον

δαίδαλον, τό, das Kunstwerk, Neutrum von δαίδαλος; im singular. Odyss. 19. 227, πάροιϑε δὲ δαίδαλον ἦεν, an der περόνη einer χλαῖνα; im plural., in der Form δαίδαλα accus., Iliad. 5, 60. 14, 179. 18, 400. 482. 19, 19; nominat. δαίδαλα Iliad. 19, 13, τὰ δ' ἀνέβραχε δαίδαλα πάντα, die τεύχεα des Achilleus. – Hesiod. Th. 581; Pind. P. 5, 38; Diodor. 3 (9, 776).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαίδαλον — δαίδαλον, το (Α) βλ. δαίδαλος …   Dictionary of Greek

  • Δαίδαλον — Δαίδαλος cunningly masc acc sg Δαίδαλος cunningly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίδαλον — δαίδαλος cunningly masc/fem acc sg δαίδαλος cunningly neut nom/voc/acc sg δαίδᾱλον , δαιδάλλω work cunningly aor imperat act 2nd sg (doric) δαιδάλλω work cunningly aor ind act 3rd pl (homeric ionic) δαιδάλλω work cunningly aor ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… …   Dictionary of Greek

  • ДЕДАЛЫ —     I.    • Daedăla,          Δαίδαλα,        1. горы на ликийской границе карийского прибрежья, заселенного родосцами и называемого ими Περαία; к югу от этих гор, на берегу Главкова залива, находился город Дедала. Liv. 37, 32;        2. город в… …   Реальный словарь классических древностей

  • ДЕДАЛЫ —     I.    • Daedăla,          Δαίδαλα,        1. горы на ликийской границе карийского прибрежья, заселенного родосцами и называемого ими Περαία; к югу от этих гор, на берегу Главкова залива, находился город Дедала. Liv. 37, 32;        2. город в… …   Реальный словарь классических древностей

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”