- βδάλλω
βδάλλω, melken, Plat. Theaet. 174 d u. Sp.; Pass., gemolken werden, Milch geben, βδάλλεται ἀμφορέα, giebt einen Eimer Milch, Arist. H. A. 3, 21; – saugen, Arist. gen. an. 2, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βδάλλω, melken, Plat. Theaet. 174 d u. Sp.; Pass., gemolken werden, Milch geben, βδάλλεται ἀμφορέα, giebt einen Eimer Milch, Arist. H. A. 3, 21; – saugen, Arist. gen. an. 2, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βδάλλω — (AM) απομυζώ, βυζαίνω αρχ. 1. αρμέγω 2. ( ομαι) (για αγελάδα) έχω ή παράγω πολύ γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βδάλλω είναι ενεστώτας σε *ye / o Σχηματίζεται με τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας, της οποίας η απαθής μορφή υπάρχει στο ουσ. βδέλλα] … Dictionary of Greek
βδάλλω — milk pres subj act 1st sg βδάλλω milk pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδαλλόμενον — βδάλλω milk pres part mp masc acc sg βδάλλω milk pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδάλλει — βδάλλω milk pres ind mp 2nd sg βδάλλω milk pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδάλλοντα — βδάλλω milk pres part act neut nom/voc/acc pl βδάλλω milk pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδάλλουσι — βδάλλω milk pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βδάλλω milk pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδῆλαι — βδάλλω milk aor imperat mid 2nd sg βδάλλω milk aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐβδαλμένον — βδάλλω milk perf part mp masc acc sg βδάλλω milk perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔβδαλλον — βδάλλω milk imperf ind act 3rd pl βδάλλω milk imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδαλλομέναις — βδάλλω milk pres part mp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδαλλομένοις — βδάλλω milk pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)