βδάλσις, ἡ, das Melken, Saugen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βδάλσιν — βδάλσις suction fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδάλσεως — βδάλσεω̆ς , βδάλσις suction fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)