ναμέρτεια

ναμέρτεια

ναμέρτεια, dor. = νημερτής, νημέρτεια.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ναμέρτεια — ναμέρτεια, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. νημέρτεια …   Dictionary of Greek

  • ναμέρτεια — νᾱμέρτεια , νημέρτεια truth fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νημέρτεια — και δωρ. τ. ναμέρτεια, ἡ (Α) [νημερτής] αλήθεια, βεβαιότητα, επαλήθευση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”