- βαβάζω
βαβάζω, (reduplicirtes βάζω), άξω, unarticulirte Laute ausstoßen, Hesych., der βαβάξαι auch ὀρχήσασϑαι erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαβάζω, (reduplicirtes βάζω), άξω, unarticulirte Laute ausstoßen, Hesych., der βαβάξαι auch ὀρχήσασϑαι erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαβάζω — (Μ βαβάζω) βγάζω άναρθρες κραυγές νεοελλ. θορυβώ … Dictionary of Greek
βαβάξαι — βαβάζω speak inarticulately aor inf act βαβάξαῑ , βαβάζω speak inarticulately aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαβάζειν — βαβάζω speak inarticulately pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek
ἐκβαβάξαι — ἐκ βαβάζω speak inarticulately aor inf act ἐκβαβάξαῑ , ἐκ βαβάζω speak inarticulately aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
забобоны — мн. суеверие , Феофан Прокопович (см. Смирнов 115), укр. забобони, блр. забабоны – то же, польск. zаbоbоn – то же. Отсюда забобонный разнузданный . Согласно Бернекеру (1, 36 и сл.), к сербохорв. (стар.) бобонити шуметь , бобо̀њати болтать ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
βάβαξ — ( ακος), ο (Α) φλύαρος, πολυλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. που συνδέεται με τα βαβάζω, βάζω, κ.ά.] … Dictionary of Greek
βαβά — (I) (AM βαβαί) επιφών. (εκφράζει λύπη) αχ! πω πω! αρχ. εκφράζει έκπληξη ή θαυμασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. βαβάζω, παπαί). Το λατ. babae είναι δάνειο από την Ελληνική]. (II) το (λ. της παιδικής γλώσσας) 1. πληγή, χτύπημα, τραύμα 2.… … Dictionary of Greek
βαβάκτης — βαβάκτης, ο (AM) 1. αυτός που γλεντάει θορυβωδώς (αποδίδεται στον Πάνα ή στον Διόνυσο) 2. χορευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. λόγω της σημασίας της συνδέεται πιθ. με την εκφραστική ομάδα των βαβάζω, βαβαί, βάβακος, βάζω κ.ά., ενώ η υπόθεση ότι πρόκειται για… … Dictionary of Greek
βαβάλι — το (AM βαβάλιον, Μ και λιν) η κούνια νεοελλ. το φέρετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. που συνδέεται με τα βαβάζω, βαβαί, βάβακος κ.ά.] … Dictionary of Greek
βαμβαίνω — (Α) 1. τρέμω και χτυπούν τα δόντια μου 2. τραυλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λ., που συνδέεται με τα βαβάζω, βαβαί, βάβακος κ.ά. Η σημασία «κλονίζομαι, τρικλίζω» που αποδόθηκε παλαιότερα στη λ. δεν είναι τόσο εύστοχη, όπως επίσης και η… … Dictionary of Greek