- βαβάκτης
βαβάκτης, ὁ, 1) Schreier, Schwätzer, VLL; auch Sänger, Hesych. – 2) Tänzer, voc. βαβάκτα Cratin. E. M. 183, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαβάκτης, ὁ, 1) Schreier, Schwätzer, VLL; auch Sänger, Hesych. – 2) Tänzer, voc. βαβάκτα Cratin. E. M. 183, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαβάκτης — βαβάκτης, ο (AM) 1. αυτός που γλεντάει θορυβωδώς (αποδίδεται στον Πάνα ή στον Διόνυσο) 2. χορευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. λόγω της σημασίας της συνδέεται πιθ. με την εκφραστική ομάδα των βαβάζω, βαβαί, βάβακος, βάζω κ.ά., ενώ η υπόθεση ότι πρόκειται για… … Dictionary of Greek
BABACTES et BACTES — BABACTES, et BACTES Bacchi cognomen, ἀπὸ τοῦ βαβάζειν, i. e. vociferavi. Bacchae enim, in Liberi Patris Orgiis, inconditos ululatus edebant. Hesrch. Βαβάκτης, ὀρχηςτὴς, ὑμνῳδὸς μανιῴδης, κραύγασος, ὅθεν καὶ Βάκχος … Hofmann J. Lexicon universale
BACTES — et Βαβάκτης Bacchi nomina, ἀπὸ τοῦ βάζειν, ab inclamando seu vociferando. Solent enim Bacchô, h. e. vinô madidi, et mulieres Liberi Patris Orgia celebrantes, omnia tumultuariô quôdam et inconditô clamore replere … Hofmann J. Lexicon universale
Βάκχος — I Προσωνυμία του Διόνυσου. Στη λατινική μυθολογία, ο Β. (Bacchus) αντιπροσωπεύει τη φυτική ζωή και οι γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του (Βακχεία) είχαν γνωρίσει εξαιρετική ανάπτυξη. Ρωμαϊκό γλυπτό που εικονίζει τον θεό Βάκχο. Ο Βάκχος σε πίνακα … Dictionary of Greek
baxmb-, bhaxmbh-, paxmp-, phaxmph- — baxmb , bhaxmbh , paxmp , phaxmph English meaning: to swell Deutsche Übersetzung: ‘schwellen” Note: Lautnachahmung, from den aufgeblasenen Backen genommen, psychologisch from bахmb , bhaxmbh as unmittelbarer imitation eines… … Proto-Indo-European etymological dictionary