μανάκις, = ὀλιγάκις, Hesych. u. Zon. aus Plat. com.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μανάκις — (Α) επίρρ. σπάνια, λίγες φορές («μανάκις ὀλιγάκις, σπανίως», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «χαλαρός, σπάνιος», κατά το πολλάκις] … Dictionary of Greek
μανάκις — seldom indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)