- ξανθό-κομος
ξανθό-κομος, dasselbe, Nonn. D. 11, 395.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξανθό-κομος, dasselbe, Nonn. D. 11, 395.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek
φυτήκομος — ον, Α 1. (για φυτό) αυτός που έχει χονδρούς κλάδους 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πυκνή κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. ξανθό κομος] … Dictionary of Greek