- ξανθό-θριξ
ξανθό-θριξ, τριχος, mit goldgelbem, blondem Haare; vom Menelaos, Theocr. 18, 1; von einem Pferde, Bacchyl. bei Schol. Pind. Ol. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξανθό-θριξ, τριχος, mit goldgelbem, blondem Haare; vom Menelaos, Theocr. 18, 1; von einem Pferde, Bacchyl. bei Schol. Pind. Ol. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρόθριξ — μακρόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (ΑM) αυτός που έχει μακριές τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + θρίξ, τριχός (πρβλ. ξανθό θριξ, πυκνό θριξ)] … Dictionary of Greek
μελισσόθριξ — μελισσόθριξ, τριχος, ὁ και ή (ΑM, Μ και μελισσίθριξ) αυτός που έχει μαλλιά καστανόξανθα ή κοκκινωπά, στο χρώμα τής μέλισσας ή τού μελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + θρίξ, τριχός (πρβλ. δασύ θριξ, ξανθό θριξ)] … Dictionary of Greek
μαυρότριχος — μαυρότριχος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + θρίξ, τριχός (πρβλ. ξανθό τριχος)] … Dictionary of Greek