- ξανθό-γεως
ξανθό-γεως, mit goldgelber Erde, Luc. de dea Syr. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξανθό-γεως, mit goldgelber Erde, Luc. de dea Syr. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόγεως — κακόγεως, ω, ὁ (Μ) (για τόπο) αυτός που έχει άγονο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γεως (< γῆ), πρβλ. λευκό γεως, ξανθό γεως] … Dictionary of Greek
ξανθόγεως — ξανθόγεως, ων (Α) (για τόπο) αυτός που έχει ξανθό, πυρρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + γεως (< γαία), πρβλ. μεσό γεως, χρυσό γεως] … Dictionary of Greek