- δνοφόεις
δνοφόεις, ὄμβρος, dasselbe, Empedocl 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δνοφόεις, ὄμβρος, dasselbe, Empedocl 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δνοφόεις — δνοφόεις, εσσα, εν (Α) [δνόφος] κατασκότεινος … Dictionary of Greek
δνοφόεντα — δνοφόεις neut nom/voc/acc pl δνοφόεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνόφος — δνόφος, ο (Α) σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ομοιότητα με τα ζόφος, κνέφας, ψέφας πιθ. δεν είναι συμπτωματική. ΠΑΡ. αρχ. δνόφεος, δνοφερός, δνοφόεις, δνοφούμαι, δνοφώδης] … Dictionary of Greek