- δμητήρ
δμητήρ, ῆρος, ὁ, Bezwinger, Bändiger; H. h. 21, 5; Alcm. bei Schol. Pind.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δμητήρ, ῆρος, ὁ, Bezwinger, Bändiger; H. h. 21, 5; Alcm. bei Schol. Pind.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δμητήρ — δμητήρ, ο (θηλ. δμήτειρα) (Α) [δάμνημι] δαμαστής (α. «δμητὴρ ἵππων» β. «νὺξ δμήτειρα θεῶν» η νύχτα που δαμάζει, κατευνάζει ακόμη και τους θεούς) … Dictionary of Greek
δμητῆρ' — δμητῆρα , δμητήρ ox eyed masc acc sg δμητῆρι , δμητήρ ox eyed masc dat sg δμητῆρε , δμητήρ ox eyed masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δμητῆρες — δμητήρ ox eyed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δμήτειρα — δμητήρ ox eyed fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δμήτειραν — δμητήρ ox eyed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοοδμητήρ — ( ῆρος), ο (Α) φρ. «βοοδμητήρ λέων» το λιοντάρι που δαμάζει, που κατανικά τα βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + δμητήρ «δαμαστής» < (θ.) δμη (πρβλ. δάμνημι «δαμάζω»)] … Dictionary of Greek
(demǝ-), domǝ-, domǝ- — (demǝ ), domǝ , domǝ English meaning: to tame Deutsche Übersetzung: “zähmen, bändigen” Material: O.Ind. dümya ti “ is tamed; tamed “ (*dm̥̄ i̯eti), düm ta “ tamed “ (*dm̥̄ tós); Kaus. damáyati “tames, overmasters “ (*domei̯ō),… … Proto-Indo-European etymological dictionary