δνοφερός — δνοφερός, ά, όν (Α) [δνόφος] 1. ζοφερός, σκοτεινός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δνοφερόν σκοτάδι, μαυρίλα … Dictionary of Greek
δνοφερός — dark masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερά — δνοφερός dark neut nom/voc/acc pl δνοφερά̱ , δνοφερός dark fem nom/voc/acc dual δνοφερά̱ , δνοφερός dark fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερῶν — δνοφερός dark fem gen pl δνοφερός dark masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερόν — δνοφερός dark masc acc sg δνοφερός dark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφεροῖο — δνοφερός dark masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφεροῖσι — δνοφερός dark masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφεροί — δνοφερός dark masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερᾶς — δνοφερός dark fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερῆς — δνοφερός dark fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερῇ — δνοφερός dark fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)