δαμάσ-ιππος

δαμάσ-ιππος

δαμάσ-ιππος, Pferde bändigend, Lamprocl. bei Schol. Ar. Nub. 964.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρατήσιππος — κρατήσιππος, ον (Α) αυτός που νικά σε ιπποδρομία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κράτησι (< κρατῶ) + ίππος (< ἵππος), πρβλ. δαμάσ ιππος, ζεύξ ιππος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”