δαμάτειρα

δαμάτειρα

δαμάτειρα, , Bändigerin, Luc. ep. 27 (XI, 403).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαμάτειρα — δαμάτειρα, η (Α) η δαμάστρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμα τού αορ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + (επίθημα) τειρα] …   Dictionary of Greek

  • δαμάτειρα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισόπτωχος — μισόπτωχος, ον (Α) αυτός που αποφεύγει τους φτωχούς («μισόπτωχε θέα, μούνη πλούτου δαμάτειρα», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + πτωχός (πρβλ. φιλό πτωχος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”