- ναννάριον
ναννάριον, τό, dim. von νάννος, Hesych. erkl. τρυφερός, vgl. das lat. nepos.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναννάριον, τό, dim. von νάννος, Hesych. erkl. τρυφερός, vgl. das lat. nepos.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναννάριον — ναννάριον, τὸ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος τι ἀσώτων» 2. ως κύριο όν. Ναννάριον όνομα εταίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται ίσως για υποκοριστικό τ. τού νάννας, παράλλ. τ. τών νέννος, νόννος, που δήλωναν τον θείο ή, στον αντίστοιχο θηλ. τ., τη θεία ή τη… … Dictionary of Greek
ναννάριον — prodigal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νανναρίς — νανναρίς, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κίναιδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται ίσως για άλλο υποκορ. τ. τού νάννας* (βλ. λ. ναννάριον)] … Dictionary of Greek
νανναριστής — νανναριστής, ὁ (Α) (κατά τον Φώτ.) «νανναρισταί, γένος τι άσωτον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναννάριον, πιθ. μέσω αμάρτυρου *νανναρίζω] … Dictionary of Greek