μαννάριον

μαννάριον

μαννάριον, τό, = μαμμάριον, Mütterchen, Luc. D. Merc. 6 u. 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαννάριον — μαννάριον, τὸ (Α) (θωπευτικός τ. τού μάννα [Ι]) μητερούλα, μαννούλα …   Dictionary of Greek

  • μαννάριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”