- βαδισματίας
βαδισματίας, ὁ, der gern geht, Cratin. Poll. 3, 92.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαδισματίας, ὁ, der gern geht, Cratin. Poll. 3, 92.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαδισματίας — βαδισματίᾱς , βαδισματίας a good walker masc acc pl βαδισματίᾱς , βαδισματίας a good walker masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)