βαδισμός, ὁ, der Gang, Plat. Charm. 160 c u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαδισμός — βαδισμός, ο (Α) [βαδίζω] η βάδιση … Dictionary of Greek
βαδισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαδισμῷ — βαδισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)