δανειστικός

δανειστικός

δανειστικός, zum Leihen geneigt, οἱ πλούσιοι καὶ οἱ δ. Plut. Ages. 13; Wucherer, Luc. Conv. 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δανειστικός — concerning loans masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανειστικός — ή, ό (Α δανειστικός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται σε δάνειο ή σε δανειστή 2. όποιος δίνει δάνεια ή είναι πρόθυμος να δανείζει νεοελλ. αυτός που δίνει για χρησιμοποίηση αντικείμενα με συγκεκριμένη διαδικασία και με την υποχρέωση τής επιστροφής… …   Dictionary of Greek

  • δανειστικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το δάνειο ή το δανειστή: Οι περισσότερες δημόσιες βιβλιοθήκες είναι δανειστικές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δανειστικῶν — δανειστικός concerning loans fem gen pl δανειστικός concerning loans masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανειστικόν — δανειστικός concerning loans masc acc sg δανειστικός concerning loans neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανειστικοῖς — δανειστικός concerning loans masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανειστικοί — δανειστικός concerning loans masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανειστικοῦ — δανειστικός concerning loans masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανειστικούς — δανειστικός concerning loans masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανειστικῆς — δανειστικός concerning loans fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”