δαμασί-μβροτος

δαμασί-μβροτος

δαμασί-μβροτος, Sterbliche bezwingend, tödtend, αἰχμά Pind. Ol. 9, 85. So nannte Simon. Sparta, s. Plut. Ages. 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θελξίμβροτος — θελξίμβροτος, ον (Α) αυτός που θέλγει τους ανθρώπους («Κύπριδος θελξιμβρότου», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μρατός), πρβλ. δαμασί μβροτος, τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ …   Dictionary of Greek

  • κλεψίφρων — κλεψίφρων, ον (Α) 1. αυτός που προσποιείται άγνοια 2. κλεψίνους*, απατηλός, δολερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + φρων (< φρήν), πρβλ. δαμασί φρων, λυσί φρων. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”