- δαμασώνιον
δαμασώνιον, τό, ein Kraut, Diosc., Plin. H. N. 25. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαμασώνιον, τό, ein Kraut, Diosc., Plin. H. N. 25. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαμασώνιον — inHp. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμασώνιον — το βλ. δαμασόνιον … Dictionary of Greek
δαμασωνίου — δαμασώνιον inHp. neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμασωνίῳ — δαμασώνιον inHp. neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμασόνιο — το (Α δαμασόνιον και δαμασώνιον) νεοελλ. γένος αλισματοειδών φυτών αρχ. 1. το φυτό άλισμα 2. το φυτό άλιμος 3. διουρητικό φάρμακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαμάζω. Ο συνηθέστερος στην Αρχαία τ. δαμασώνιον σχηματίστηκε αναλογικά προς τις ονομασίες φυτών σε… … Dictionary of Greek
damasonio — (del lat. «damasonĭum», del gr. «damasṓnion») m. Azúmbar (planta alismatácea). * * * damasonio. (Del lat. damasonĭum, y este del gr. δαμασώνιον). m. azúmbar (ǁ planta alismatácea) … Enciclopedia Universal
damasonio — (Del lat. damasonĭum, y este del gr. δαμασώνιον). m. azúmbar (ǁ planta alismatácea) … Diccionario de la lengua española