- δαμασί-φως
δαμασί-φως, ωτος, ὁ, = δαμασίμβροτος; so nannte Simonid. den Schlaf, Schol. Il. 24, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαμασί-φως, ωτος, ὁ, = δαμασίμβροτος; so nannte Simonid. den Schlaf, Schol. Il. 24, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαμασίφως — ( ωτος), ο, η (Α) αυτός που δαμάζει ή καταβάλλει τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι , από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + φως «άνδρας». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek