- μαδαρός
μαδαρός, zerfließend, Arist. H. A. 4, 6; bes. dem die Haare ausgefallen sind, kahl, Lucian. ep. 18 (XI, 434); Hesych. erkl. ἀραιόϑριξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαδαρός, zerfließend, Arist. H. A. 4, 6; bes. dem die Haare ausgefallen sind, kahl, Lucian. ep. 18 (XI, 434); Hesych. erkl. ἀραιόϑριξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαδαρός — wet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδαρός — ή, ό (AM μαδαρός, ά, όν) φαλακρός νεοελλ. μσν. (για τόπο) άδενδρος, αποψιλωμένος, γυμνός αρχ. 1. υγρός, υδατώδης, νερουλός 2. πλαδαρός, μαλακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαδα (βλ. μαδῶ) + επίθημα ρος (πρβλ. πλαδάω: πλαδαρός, χαλάω: χαλαρός). Κατ άλλους,… … Dictionary of Greek
μαδαρός — ή, ό τόπος χωρίς δέντρα, γυμνός: Περπατήσαμε σε μαδαρό βουνό και μας έκαψε ο ήλιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαδαρά — μαδαρός wet neut nom/voc/acc pl μαδαρά̱ , μαδαρός wet fem nom/voc/acc dual μαδαρά̱ , μαδαρός wet fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδαρῶν — μαδαρός wet fem gen pl μαδαρός wet masc/neut gen pl μαδαρόω make bald pres part act masc voc sg (doric aeolic) μαδαρόω make bald pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μαδαρόω make bald pres part act masc nom sg μαδαρόω make bald pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδαρόν — μαδαρός wet masc acc sg μαδαρός wet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδαραί — μαδαρός wet fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδαρούς — μαδαρός wet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδαίος — μαδαῑος, αία, ον (Α) (ποιητ. τ. τού μαδαρός*) υγρός, πυώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού μαδαρός*, από το θ. τού μαδῶ*] … Dictionary of Greek
μαδός — μαδός, ή, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μαδαρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με μαδῶ, μαδαρός] … Dictionary of Greek
περιμάδαρος — ον, Α μαδαρός, εκλεπισμένος ολόγυρα («ἕλκεα περιμάδαρα, τὰ ἀνώμαλα καὶ ἄτυφα», Ερωτιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μαδαρός «μαλακός, φαλακρός»] … Dictionary of Greek