- μανι-ώδης
μανι-ώδης, ες, wie rasend; τὸ μανιῶδες μαντικὴν πολλὴν ἔχει, der Wahnsinn, Eur. Bacch. 299; κύνες, Xen. Mem. 4, 1, 3; unsinnig, ὑπόσχεσις, Thuc. 4, 39; ἱμάσϑλη, Nonn. D. 10, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μανι-ώδης, ες, wie rasend; τὸ μανιῶδες μαντικὴν πολλὴν ἔχει, der Wahnsinn, Eur. Bacch. 299; κύνες, Xen. Mem. 4, 1, 3; unsinnig, ὑπόσχεσις, Thuc. 4, 39; ἱμάσϑλη, Nonn. D. 10, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.