- βδελυκτός
βδελυκτός, ekelhaft, abscheulich, Ep. ad Tit. 1, 16; K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βδελυκτός, ekelhaft, abscheulich, Ep. ad Tit. 1, 16; K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βδελυκτός — βδελυκτός, ή, όν (AM) [βδελύσσομαι] εκείνος που προκαλεί αηδία, ο σιχαμερός μσν. ανόσιος, ανίερος … Dictionary of Greek
βδελυκτός — disgusting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελυκτά — βδελυκτός disgusting neut nom/voc/acc pl βδελυκτά̱ , βδελυκτός disgusting fem nom/voc/acc dual βδελυκτά̱ , βδελυκτός disgusting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελυκτότερον — βδελυκτός disgusting adverbial comp βδελυκτός disgusting masc acc comp sg βδελυκτός disgusting neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελυκτῶν — βδελυκτός disgusting fem gen pl βδελυκτός disgusting masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελυκτόν — βδελυκτός disgusting masc acc sg βδελυκτός disgusting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελυκταῖς — βδελυκτός disgusting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελυκταί — βδελυκτός disgusting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελυκτοῖς — βδελυκτός disgusting masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελυκτοί — βδελυκτός disgusting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελυκτοῦ — βδελυκτός disgusting masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)