βδελυγμός

βδελυγμός

βδελυγμός, , Ekel, Abscheu, VLL.; K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βδελυγμός — βδελυγμός, ο (Α) [βδελύσσομαι] η βδελυγμία …   Dictionary of Greek

  • βδελυγμός — abomination masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυγμόν — βδελυγμός abomination masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • огнушение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (греч. βδελυγμός) отвращение, омерзение (Наум. 3, И) …   Словарь церковнославянского языка

  • ναυσίασις — ναυσίασις, ἡ (Α) [ναυσιώ] 1. ναυτία 2. (κατά τον Ησύχ.) «βδελυγμός» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”