- βδελυχρός
βδελυχρός, dor. = βδελυρός, Epicharm. bei Ath. VII, 321 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βδελυχρός, dor. = βδελυρός, Epicharm. bei Ath. VII, 321 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βδελυχραί — βδελυχρός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμυσχρός — ἀμυσχρός, ά, ὸν (ΑΜ) (Μ και ἀμυχρὸς και ἀμυχνός, ή, όν) αμόλυντος, καθαρός, αγνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μύσκος «μίασμα, κήδος» (Ησύχ.), ή μύσος «ακαθαρσία, μόλυνση, μίασμα». Πρόκειται για εκφραστικό επίθετο σε χρος (ἀμυσχρός: ἀμύσσω κατά το… … Dictionary of Greek
μυσάττομαι — (Α) αποστρέφομαι, βδελύσσομαι, σιχαίνομαι αηδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μυσ ακ jομαι < θ. μυσ τού μύσος «μίασμα, ακαθαρσία» με εκφραστική παρέκταση ακ. Ο χαρακτήρας κ τού θέματος εμφανίζεται στα παράγωγα τού ρήματος και με τα υπόλοιπα ουρανικά… … Dictionary of Greek
μυσαχρόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μυσαρόν, μυσαχθές». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυσαχ τού μυσάττομαι* «αποστρέφομαι, σιχαίνομαι» (πρβλ. ἐ μυ σάχ θην) + κατάλ. ρός, ρόν (πρβλ. βδελύττομαι: βδελυχρός)] … Dictionary of Greek